- λαγωχειλία
- (Ανατ.). Συγγενές ελάττωμα διάπλασης που χαρακτηρίζεται από κάθετη, συχνά έκκεντρη, σχισμή στο άνω χείλος του νεογνού. Διαβαθμίζεται από απλή αυλάκωση ή εντύπωμα πάνω στο χείλος έως πλήρη σχισμή, που εκτείνεται μέχρι τη ρινική κοιλότητα. Μπορεί να συνοδεύεται από λυκόστομα ή να είναι αμφίπλευρη. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προκαλεί μεγάλες λειτουργικές διαταραχές και το νεογνό κατορθώνει να θηλάσει. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι περίπου 1 σε αριθμό 1.000 γεννήσεων. Η θεραπευτική του αντιμετώπιση είναι χειρουργική.
* * *ηβλ. λαγοχειλία.
Dictionary of Greek. 2013.