λαγωχειλία

λαγωχειλία
(Ανατ.). Συγγενές ελάττωμα διάπλασης που χαρακτηρίζεται από κάθετη, συχνά έκκεντρη, σχισμή στο άνω χείλος του νεογνού. Διαβαθμίζεται από απλή αυλάκωση ή εντύπωμα πάνω στο χείλος έως πλήρη σχισμή, που εκτείνεται μέχρι τη ρινική κοιλότητα. Μπορεί να συνοδεύεται από λυκόστομα ή να είναι αμφίπλευρη. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προκαλεί μεγάλες λειτουργικές διαταραχές και το νεογνό κατορθώνει να θηλάσει. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι περίπου 1 σε αριθμό 1.000 γεννήσεων. Η θεραπευτική του αντιμετώπιση είναι χειρουργική.
* * *
η
βλ. λαγοχειλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαγοχειλία — και λαγωχειλία, η σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και… …   Dictionary of Greek

  • λυκόστομα — Συγγενής διαμαρτία της διάπλασης, που συνίσταται σε μια σχισμή της υπερώας. Η σχισμή μπορεί να εκτείνεται κατά μήκος της μέσης γραμμής ή εκατέρωθεν αυτής. Μπορεί να αφορά μόνον την υπερώα ή να επεκτείνεται μέχρι το οδοντικό τόξο. Συχνά… …   Dictionary of Greek

  • χειλεόσχιση — και χειλόσχιση, η, Ν ιατρ. η λαγωχειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cheiloschises < χείλος + σχίσις (< σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • λαγίδες — (leporidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των λαγομόρφων, που περιλαμβάνει περίπου 54 είδη. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ο λαγός και το κουνέλι. Πρόκειται για μικρά, φυτοφάγα ζώα με ωοειδές κεφάλι, μακριά αφτιά και ενισχυμένο το πάνω χείλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”